- σαφής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, επίρρ. -ώς ξεκάθαρος, ευκρινής: Σαφής υπαινιγμός. – Δεν ήταν και τόσο σαφής στην ομιλία του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σαφῆς — σαφής clear masc/fem acc pl (attic epic doric) σαφής clear masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαφής — clear masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαφής — ές, ΝΜΑ 1. (για λόγο ή νόημα) ευκρινής, εναργής, καθαρός, εύκολα εννοούμενος (α. «η άποψή του δεν ήταν καθόλου σαφής» β. «σοί τοι λέγουσα παύεται σαφῆ λόγον», Αισχύλ.) 2. φρ. «σοφόν το σαφές» η σαφήνεια τού λόγου και τών νοημάτων είναι γνώρισμα… … Dictionary of Greek
σαφῆ — σαφής clear neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σαφής clear masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σαφής clear masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαφέστερον — σαφής clear adverbial comp σαφής clear masc acc comp sg σαφής clear neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαφεστάτων — σαφής clear fem gen superl pl σαφής clear masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαφεστέραις — σαφής clear fem dat comp pl σαφεστέρᾱͅς , σαφής clear fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαφεστέρων — σαφής clear fem gen comp pl σαφής clear masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαφεστέρως — σαφής clear masc acc comp pl (doric) σαφής clear comp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαφεῖ — σαφής clear masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) σαφής clear masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)